- τριαντάρης
- ο , τριαντάρα η тридцатилетний мужчина, тридцатилетняя женщина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριαντάρης — ο, θηλ. τριαντάρα, Ν 1. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών 2. το θηλ. η τριαντάρα μηχανή δύναμης τριάντα ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + κατάλ. άρης (πρβλ. εικοσ άρης)] … Dictionary of Greek
τριαντάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που αποτελείται από τριάντα μονάδες. 2. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
τριακονταετής — ές, και τριακονταετής, ες, θηλ. και τριακονταέτις, ιδος, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, ες, και τριακοντέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών (α. «τριακονταετής πόλεμος» β. «σπονδαί... τριακονταετεῖς», Ξεν.) 2. (ως επίθ. και ως ουσ … Dictionary of Greek
εικοσάρης, -α, -ικο — που έχει ηλικία είκοσι ετών (πρβλ. τριαντάρης, πενηντάρης κτλ.), εικοσάχρονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)